- καταπυγοσύνη
- καταπῡγοσύνη , καταπυγοσύνηunnatural lustfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπυγοσύνη — καταπυγοσύνη, ἡ (Α) επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, εθελημ οσύνη)] … Dictionary of Greek
καταπυγόσυνος — καταπυγόσυνος, η, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταπυγοσύνη (με υποχωρητ. σχηματισμό), πρβλ. ευφρ όσυνος: ευφροσύνη] … Dictionary of Greek
καταπυγοσύνην — καταπῡγοσύνην , καταπυγοσύνη unnatural lust fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυγοσύνης — καταπῡγοσύνης , καταπυγοσύνη unnatural lust fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)